ξυστροφύλαξ

ξυστροφύλαξ
ξυστρο-φύλαξ [pron. full] [φῠ], ᾰκος, ,
A place or box for keeping

ξῦστραι

in,

Artem.1.64

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξυστροφύλαξ — ξυστροφύλαξ, ακος, ὁ (Α) θήκη ή μέρος για τη φύλαξη τής ξύστρας τού λουτρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύστρα + φύλαξ] …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”